- φανήσεται
- φαίνωA ren.fut ind pass 3rd sgφανάωaor subj mid 3rd sg (attic epic ionic)φανάωfut ind mid 3rd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φανήσεθ' — φανήσεται , φαίνω A ren. fut ind pass 3rd sg φανήσετε , φανάω aor subj act 2nd pl (attic epic ionic) φανήσετε , φανάω fut ind act 2nd pl (attic ionic) φανήσεται , φανάω aor subj mid 3rd sg (attic epic ionic) φανήσεται , φανάω fut ind mid 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομιδή — (I) κομιδή, ἡ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.) 2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.) 3. τροφή 4. μεταφορά εφοδίων 5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν… … Dictionary of Greek
λογοποιός — λογοποιός, ὁ (Α) 1. αυτός που γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζογράφος και κυρίως ο ιστορικός συγγραφέας, ο αρχαίος χρονογράφος («οὔτε τῶν ποιητῶν οὔτε τῶν λογοποιῶν οὐδεμίαν φανήσεται μνείαν πεποιημένος», Ισοκρ.) 2. συγγραφέας μύθων, μυθογράφος… … Dictionary of Greek
προσεκχλευάζω — Α [ἐκχλευάζω] περιγελώ ακόμη πιο πολύ, εμπαίζω επιπροσθέτως («ὑβριστικῶς προσκεχλαυακώς ὑμᾱς φανήσεται», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
συσσιτώ — συσσιτῶ, έω, ΝΑ [σύσσιτος] τρώγω μαζί με άλλους, συντρώγω (α. «οὔτε γὰρ συσσιτήσας τούτῳ οὐδεὶς φανήσεται οὐδὲ σύσκηνος γενόμενος», Αριστοφ. β. «συσσιτοῡμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
συναναφανήσεται — σύν , ἀνά ἀφανέω fail to put in an appearance aor subj mid 3rd sg (epic) σύν , ἀνά ἀφανέω fail to put in an appearance fut ind mid 3rd sg συνανᾱφανήσεται , σύν , ἀνά ἀφανέω fail to put in an appearance futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) σύν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)